- πράσινος
- -η, -ο / πράσινος, -η, -ον και πράσινος, -ον, ΝΑ [πράσον]1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν)το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή η κατάφυτη έκταση («η Αθήνα δεν έχει πολύ πράσινο»)νεοελλ.1. (για καρπούς) άγουρος («οι ντομάτες είναι ακόμη πράσινες»)2. χλοερός3. χημ. (για χρωστική ύλη, βαφή και λάκκα) αυτός τού οποίου η απόχρωση αντιστοιχεί στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ τού κυανού και τού κίτρινου τού ορατού φάσματος το οποίο προκύπτει από την ανάλυση τού ηλιακού φωτός4. το ουδ. ως ουσ. το πράσινοτο ομόλογο χρώμα5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πράσινοι(πολ.) τα πολιτικά κόμματα ή κινήματα που έχουν ως κύριο στόχο τής δραστηριότητας και τού προγράμματός τους την προστασία τού περιβάλλοντος και τής ανθρώπινης ζωής από τις αρνητικές επιπτώσεις τής τεχνολογικής εξέλιξης, καθώς και από τους κινδύνους τών εξοπλισμών, οι οικολόγοι6. φρ. α) «πράσινα άλογα» — λέγεται για πράγματα ανύπαρκτα, απραγματοποίητα ή παράλογαβ) «πράσινη επανάσταση»(οικον.) προσπάθεια που αναλήφθηκε κατά τη δεκαετία 1960-1970 για την αγροτική αξιοποίηση έρημων περιοχών τού πλανήτη μας με τη χρησιμοποίηση βελτιωμένων ποικιλιών αγροτικών προϊόντων και σύγχρονων τεχνολογιών καλλιέργειας, καθώς και με σημαντικά έργα υποδομής, προσπάθεια η οποία, όμως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματαγ) «πράσινα σχέδια» — προγράμματα ανάπτυξης τού αγροτικού τομέα τής οικονομίας που εφαρμόστηκαν στις χώρες τής δυτικής Ευρώπης στο διάστημα 1950-1970 και στόχευαν στην αναδιοργάνωση τής υλικοτεχνικής υποδομής τής αγροτικής παραγωγής βάση τής νέας τεχνολογίαςδ) «πράσινη αναλαμπή»(αστρον.-μετεωρ.) οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη στιγμή τής ανατολής ή τής δύσης τού Ηλίου και οφείλεται στη διάθλαση, απορρόφηση και διάχυση τού ηλιακού φωτός από την ατμόσφαιρα τής Γηςε) «ξύλο πράσινης καρδιάς»βοτ. εμπορική ονομασία τού ξύλου που προέρχεται από το δέντρο Ocetea rodiei τής οικογένειας ροδίδεςστ) «πράσινος αδένας»βιολ. τύπος κεραιικού αδένα τών δεκάποδων καρκινοειδώνζ) «πράσινος άνθρακας»(φυτοπαθ.) ασθένεια τού ρυζιού που οφείλεται σε μύκητα και χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία μεγάλων σπόρων καλυμμένων από μια πράσινη σκόνη, που είναι στην πραγματικότητα τα κονίδια τού μύκητα, αλλ. άνθρακας τού ρυζιούη) «πράσινος ρόδακας» — φυτονόσος που οφείλεται σε ιό και προσβάλλει τη φιστικιάθ) «πράσινο χρωμίου»χημ. σύνολο πράσινων χρωστικών ουσιών, κύριο συστατικό τών οποίων είναι τα άλατα τού χρωμίουι) «ούτε ένα πράσινο φύλλο» — ούτε το ελάχιστο, τίποτεμσν.-αρχ.(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πράσινοι(στο Βυζ.) η μια από τις δύο μεγάλες φατρίες, τους δύο δήμους, που διαγωνίζονταν στον ιππόδρομο τής Κωνσταντινούπολης κατά τους βυζαντινούς χρόνους και οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα πράγματα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίαςαρχ.φρ. «λίθος πράσινος» — είδος πολύτιμου λίθου πράσινου χρώματος, η πρασίτις.
Dictionary of Greek. 2013.